ενοργανώνω

ενοργανώνω
[-ώ (ο)] см. .ενορχηστρώνω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ενοργανώνω" в других словарях:

  • ενοργανώνω — και ενοργανώ, όω αναθέτω σε ορισμένο όργανο ή ομάδα οργάνων την κάθε φωνή μουσικού έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. instrumenter, orchestrer). H λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Αγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • ενοργανώνω — ενοργάνωσα, ενοργανώθηκα, ενοργανωμένος, μτβ. (μουσ.), κατανέμω τα μέρη μουσικής σύνθεσης στα διάφορα όργανα της ορχήστρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»